ἔμφωνον

ἔμφωνον
ἔμφωνος
vocal
masc/fem acc sg
ἔμφωνος
vocal
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έμφωνος — ἔμφωνος, ον (AM) 1. αυτός που έχει φωνή, φωνητικός, φωνήεις* 2. αυτός που έχει δυνατή φωνή 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφωνον το να διαθέτει κανείς απλώς φωνή ή δυνατή φωνή. επίρρ... εμφώνως μεγαλοφώνως, με δυνατή φωνή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”